διαμετρώ

διαμετρώ
(α, ε) μετ.
1) измерять, вычислять, высчитывать; 2) определять диаметр; 3) обдумывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαμετρώ" в других словарях:

  • διαμετρώ — και διαμετράω (Α διαμετρῶ, έω) [μετρώ] 1. μετρώ κάτι από το ένα μέχρι το άλλο άκρο του 2. βρίσκω την τιμή τής διαμέτρου 3. υπολογίζω, κρίνω 4. ελέγχω με διαμετρητήρα αρχ. 1. διαμοιράζω 2. χορηγώ σιτηρέσιο 3. αστρον. βρίσκομαι στο αντίθετο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • διαμετρῶ — διαμετρέω measure through pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαμετρέω measure through pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαμετρέω measure through pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαμετρέω measure through pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέτρω — διάμετρον measured allowance neut nom/voc/acc dual διάμετρον measured allowance neut gen sg (doric aeolic) διάμετρος diametrical masc nom/voc/acc dual διάμετρος diametrical masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέτρῳ — διάμετρον measured allowance neut dat sg διάμετρος diametrical masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμέτρωι — διαμέτρῳ , διάμετρον measured allowance neut dat sg διαμέτρῳ , διάμετρος diametrical masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Piphilology — Part of a series of articles on the mathematical constant π …   Wikipedia

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • αδιαμέτρητος — η, ο [διαμετρώ] αυτός που δεν καταμετρήθηκε ή που, εξαιτίας τού μεγέθους του, δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ανυπολόγιστος, άπειρος, αχανής …   Dictionary of Greek

  • διαμέτρηση — η (Α διαμέτρησις, εως) [διαμετρώ] 1. ο προσδιορισμός τού διαμετρήματος 2. καταμέτρηση …   Dictionary of Greek

  • διαμετρημός — ο [διαμετρώ] τέλεια απαρίθμηση …   Dictionary of Greek

  • διελαύνω — (AM διελαύνω) [ελαύνω] 1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι 2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα 3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος αρχ. 1. διατρυπώ με λόγχη 2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω β) εφορμώ, κάνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»